βαρέος

βαρέος
βαρύς
heavy in weight
masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βάρεος — βάρος weight neut gen sg (epic doric ionic aeolic) βά̱ρεος , βᾶρις Et.Gud. fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς …   Deutsch Wikipedia

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • αντιδραστήρας — (προωθητής αντίδρασης). Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος με εφαρμογή ώθησης, που παράγεται από την αντίδραση μαζών που εξωθούνται σε διεύθυνση αντίθετη προς τη διεύθυνση κίνησης του οχήματος (αρχή δράσης και αντίδρασης) …   Dictionary of Greek

  • απόταξη — η (AM ἀπόταξις) [αποτάσσω] νεοελλ. η οριστική αποβολή ενός αξιωματικού από το στράτευμα εξαιτίας βαρέος παραπτώματος αρχ. μσν. εκκλ. η αποταγή* αρχ. ταξινόμηση των φορολογουμένων …   Dictionary of Greek

  • μαγγανότζαγρα — και μαγγανότζαγγρα, ἡ (Μ) πολιορκητική μηχανή που έριχνε βέλη, αλλ. μαγγανέλλο, μαγγανέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «πολιορκητική μηχανή» + τζάγρα «είδος βαρέος τόξου»] …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόχρους — ουν, ΝΜΑ, και ασυναιρ. τ. χαλκόχροος, ον, Α χαλκόχρωμος νεοελλ. φρ. «χαλκόχρους διαβήτης» ιατρ. συνδυασμός βαρέος σακχαρώδους διαβήτη, υπερτροφικής κιρρώσεως τού ήπατος και υπερχρώσεως τού δέρματος, που θυμίζει το χρώμα τού χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”